Τον ξυπνησε μια γυναικεια φωνη...
Ανοιξε τα ματια του και τα ετριψε.
Κοιταξε γυρω του μισοκοιμισμενος ακομη.
Καταλαβε.
Ειχε αποκοιμηθει στο παγκακι..
κι αποψε...
Εστρεψε το βλεμμα του πανω στην κοπελα που του ειχε μιλησει.
Δεν ειχε ακουσει καν τι του ειπε.
Την κοιταξε.
Την κοιταξε.
Ηταν ομορφη,μικρουλα γυρω στα δεκαπεντε, με σκουρα μαλλια και μαυριδερο δερμα.
Την περιεργαστηκε για λιγο.
Φορουσε ενα κοντο κουρελιασμενο φορεμα και χαλασμενα πεδιλα.Τα λεπτοκαμωμενα ποδια της ειχανε γρατζουνιες.Ειχε ακομα μια μικρη μελανια στο δεξι της χερι.
Εκεινη τον κοιτουσε επιμονα και φαινοταν εκνευρισμενη.
Υστερα του μιλησε:
<<Θα μου δωσεις τσιγαρο, εχεις??τι θα γινει?>>
Εχωσε μηχανικα το χερι του στην ξεσκισμενη τσεπη του κι εβγαλε να της δωσει τσιγαρο.Ηταν το προτελευταιο του.Δεν παει στο διαολο, της το δωσε.
Το πηρε.
Δεν ειπε ''ευχαριστω''.
Οχι πως ηθελε να τ' ακουσει.
Απο καιρο ειχε ξεχασει τετοιες λεξεις.
Καλυτερα ετσι.
Εκεινη συνεχισε να τον κοιταζει με μια αηδια στο βλεμμα και του πεταξε αυθαδικα:
<<Αναπτηρα.>>
Πηρε απο το χωμα τον μοναδικο του αναπτηρα και τον εδωσε.
Το κοριτσι τον πηρε , αναψε το τσιγαρο με τροπο που θα το αναβε μια ωριμη γυναικα κι οχι ενα παιδακι,πηρε μια γερη τζουρα, του γυρισε την πλατη κι εφυγε.
Δεν του εδωσε τον αναπτηρα πισω.
Κοιταξε για λιγο την κοπελα να φευγει κι υστερα ανακαθησε.
Σηκωθηκε, φορεσε την μισοσκισμενη μπλουζα του και αρχισε να περπατα.
Ηθελε να ξεμουδιασει.
Ο δρομος ηταν γεματος κοσμο.
Λογικο, Σαββατο σημερα, βγηκαν για τα βδομαδιατικα ψωνια τους, για τον πρωινο τους καφε ή εστω για ενα απλο περιπατο στο κεντρο.
''Ετσι κανουν οι ανθρωποι'' σκεφτηκε.
Oι ανθρωποι...
Οχι αυτος.
Καλυτερα ετσι.
Η απαθεια του ταιριαζει καλυτερα.
Κατεβαινε την Ερμου με αργο βημα.
Ενιωθε κουρασμενος, πολυ κουρασμενος.
Λες κι ειχε χασει τον υπνο του για καιρο.
Ομως κατι τετοιο δεν συνεβαινε.
Μαλλον θα εφταιγε που δεν ειχε βαλει τιποτα στομα του τις τελευταιες δυο μερες.
Και ηταν λαθος αραγε?
Οτι λεφτα υπηρχαν πανω του, απο τα πρωινα ζητιανεματα τα χρησιμοποιουσε αλλιως.
Υπηρχε ''Αυτο''.
Ναι ''Αυτο''.
Το ειχε αναγκη, το αποζητουσε λυσσασμενα ο οργανισμος του..
Τελικα αποφασισε πως δεν εκανε λαθος.
Το χρειαζοταν περισσοτερο απο το φαγητο και το νερο.
Καλυτερα ετσι.
Ο δρομος εσφυζε απο ζωη.
Παλιοτερα τον ενοχλουσε αυτη η ζωντανια στο κεντρο της Αθηνας, στους δρομους, στις πλατιες, που ειχανε γινει πλεον γι' αυτον το σπιτι του.
Καθε μερα αναρωτιοταν ''με τι δικαιωμα βολοδερνουν ολοι αυτοι στο σπιτι μου? Καταπατηση οικογενειακου ασυλου! Και δεν εχω και χρηματα για ενα καλο δικηγορο'' σκεφτοταν, χλευαζοντας την καταντια του...
Σημερα ομως δεν τον ενοιαζε αυτη η ανεξαντλητη ζωντανια των ανθρωπων, οι χαρουμενες κουβεντες τους, τα μπλεγμενα χερια των ζευγαριων, τα αληθινα χαμογελα στα προσωπα τους.
Οχι δεν τον ενοιαζε.
Η απαθεια ειναι υπουλο πραγμα, το ηξερε απ' την αρχη.
Σαν διαποτισει την υπαρξη σου αρχιζεις και ξεχνας.
Κι ειναι επικινδυνο να ξεχνας.
Κι οσο ξεχνας, σταματας και να νιωθεις.
Κι εκεινος ειχε καιρο να νιωσει τ' οτιδηποτε.
Χαρα και πονο,οργη και γαληνη, αγαπη και μισος...
Ειχε μοναχα αυτο το λυτρωτικο κενο που δεν αφηνε χωρο για αχρηστα συναισθηματα.
Καλυτερα ετσι.
Κενος μπορουσε να επιβιωνει πιο ευκολα...
Τα ποδια του τα αισθανοταν αδυναμα.
Κι η ζεστη ηταν ανυποφορη.
Επρεπε να βρει ενα μερος με λιγη σκια να σταθει.
Ξαφνικα του συνεβη κατι που ειχε καιρο να να γινει.
Ειδε τον εαυτο του.
Σ' ενα καθρεφτη στον τοιχο ενος μαγαζιου.
Περιεργαστηκε την οψη του.
Ηταν φανερα αδυνατισμενος, σε βαθμο αρρωστημενο.
Το προσωπο του ειχε βουλιαξει απο την αδυναμια.
Τα ματια του κοκκινισμενα και θαμπα.
Το ολο του παρουσιαστικο, με τα τσαλακωμενα, κουρελιασμενα ρουχα,την ισχνη του εμφανιση και το αχρωμο βλεμμα του εδιναν την εντυπωση ενος ανθρωπου κατεστραμμενου απο καιρο...
Ενος ανθρωπου πεινασμενου, εγκαταλαλελειμενου απ' ολους κι απ΄ολα..
Ενος ανθρωπου ξεγραμμενου απο τη ζωη.
Ενος ανθρωπου που οδευει αργα και βασανιστικα προς το θανατο.
Τα ματια του ειχαν προσηλωθει στο ειδωλο του.
Τον συνεπηρε η καταντια, η αποσυνθεση του...
Ποτε του δεν καταλαβε γιατι υπαρχουν καθρεφτες.
Για να θυμιζουν την ασχημια?
Ποτε δεν καταλαβε.
Περπατησε για λιγη ωρα ακομη και εφτασε στον Εθνικο κηπο.
Παντοτε του αρεσε να κανει βολτα εκει σαν ηταν πιο μικρος..
Τον ηρεμουσε κι ετσι ξεχνιοτανε απ οσα τον βασανιζανε.
Βρηκε το ''δεντρο του'' και καθισε.
Ενα απαλο αερακι τον τυλιξε.
Ουτε τον ανεμο δεν μπορουσε πια να νιωσει.
Κι ομως εκλεισε τα ματια μηπως και μπορεσει να αισθανθει την δροσια στο προσωπο του.
Τιποτα.
Καλυτερα ετσι.
Ας μη νιωθει πια..
Εβαλε το χερι του στην τσεπη.
Ειχε ερθει η ωρα.
Το ηξερε.
Κι ας ειχε υποσχεθει στον εαυτο του ''Ποτέ ξανα''
Ειχε ερθει η ωρα.
Πηρε το μαγικο εργαλειο στα χερια του και το κοιταξε για λιγα λεπτα με εκσταση.
Ναι ειχε ερθει η ωρα.
Ηδονιστηκε και μονο στη σκεψη οτι σε λιγο θα ειναι αδειο το μυαλο του.
Για την ψυχη του δεν τον ενοιαζε.
Ειχε αδειασει απο καιρο.
Με αργες κινησεις, σαν να 'τανε ιεροτελεστια, τρυπηθηκε.
Ετσι απλα.
Τοσο απλα.
Καθως ενιωθε να τον πλημμυριζει η φριχτη, η απαισια γλυκια, η καταραμμενη αυτη γνωριμη αισθηση ψυριρισε:
<<Τελευταια φορα. Υποσχομαι>>
Γελασε ειρωνικα.
Γιατι το ελεγε στα αληθεια.
Κι ητανε πραγματι αληθεια...
Ηταν κι αυτη μια ακομη ''ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ''.
Oι ανθρωποι...
Οχι αυτος.
Καλυτερα ετσι.
Η απαθεια του ταιριαζει καλυτερα.
Κατεβαινε την Ερμου με αργο βημα.
Ενιωθε κουρασμενος, πολυ κουρασμενος.
Λες κι ειχε χασει τον υπνο του για καιρο.
Ομως κατι τετοιο δεν συνεβαινε.
Μαλλον θα εφταιγε που δεν ειχε βαλει τιποτα στομα του τις τελευταιες δυο μερες.
Και ηταν λαθος αραγε?
Οτι λεφτα υπηρχαν πανω του, απο τα πρωινα ζητιανεματα τα χρησιμοποιουσε αλλιως.
Υπηρχε ''Αυτο''.
Ναι ''Αυτο''.
Το ειχε αναγκη, το αποζητουσε λυσσασμενα ο οργανισμος του..
Τελικα αποφασισε πως δεν εκανε λαθος.
Το χρειαζοταν περισσοτερο απο το φαγητο και το νερο.
Καλυτερα ετσι.
Ο δρομος εσφυζε απο ζωη.
Παλιοτερα τον ενοχλουσε αυτη η ζωντανια στο κεντρο της Αθηνας, στους δρομους, στις πλατιες, που ειχανε γινει πλεον γι' αυτον το σπιτι του.
Καθε μερα αναρωτιοταν ''με τι δικαιωμα βολοδερνουν ολοι αυτοι στο σπιτι μου? Καταπατηση οικογενειακου ασυλου! Και δεν εχω και χρηματα για ενα καλο δικηγορο'' σκεφτοταν, χλευαζοντας την καταντια του...
Σημερα ομως δεν τον ενοιαζε αυτη η ανεξαντλητη ζωντανια των ανθρωπων, οι χαρουμενες κουβεντες τους, τα μπλεγμενα χερια των ζευγαριων, τα αληθινα χαμογελα στα προσωπα τους.
Οχι δεν τον ενοιαζε.
Η απαθεια ειναι υπουλο πραγμα, το ηξερε απ' την αρχη.
Σαν διαποτισει την υπαρξη σου αρχιζεις και ξεχνας.
Κι ειναι επικινδυνο να ξεχνας.
Κι οσο ξεχνας, σταματας και να νιωθεις.
Κι εκεινος ειχε καιρο να νιωσει τ' οτιδηποτε.
Χαρα και πονο,οργη και γαληνη, αγαπη και μισος...
Ειχε μοναχα αυτο το λυτρωτικο κενο που δεν αφηνε χωρο για αχρηστα συναισθηματα.
Καλυτερα ετσι.
Κενος μπορουσε να επιβιωνει πιο ευκολα...
Τα ποδια του τα αισθανοταν αδυναμα.
Κι η ζεστη ηταν ανυποφορη.
Επρεπε να βρει ενα μερος με λιγη σκια να σταθει.
Ξαφνικα του συνεβη κατι που ειχε καιρο να να γινει.
Ειδε τον εαυτο του.
Σ' ενα καθρεφτη στον τοιχο ενος μαγαζιου.
Περιεργαστηκε την οψη του.
Ηταν φανερα αδυνατισμενος, σε βαθμο αρρωστημενο.
Το προσωπο του ειχε βουλιαξει απο την αδυναμια.
Τα ματια του κοκκινισμενα και θαμπα.
Το ολο του παρουσιαστικο, με τα τσαλακωμενα, κουρελιασμενα ρουχα,την ισχνη του εμφανιση και το αχρωμο βλεμμα του εδιναν την εντυπωση ενος ανθρωπου κατεστραμμενου απο καιρο...
Ενος ανθρωπου πεινασμενου, εγκαταλαλελειμενου απ' ολους κι απ΄ολα..
Ενος ανθρωπου ξεγραμμενου απο τη ζωη.
Ενος ανθρωπου που οδευει αργα και βασανιστικα προς το θανατο.
Τα ματια του ειχαν προσηλωθει στο ειδωλο του.
Τον συνεπηρε η καταντια, η αποσυνθεση του...
Ποτε του δεν καταλαβε γιατι υπαρχουν καθρεφτες.
Για να θυμιζουν την ασχημια?
Ποτε δεν καταλαβε.
Περπατησε για λιγη ωρα ακομη και εφτασε στον Εθνικο κηπο.
Παντοτε του αρεσε να κανει βολτα εκει σαν ηταν πιο μικρος..
Τον ηρεμουσε κι ετσι ξεχνιοτανε απ οσα τον βασανιζανε.
Βρηκε το ''δεντρο του'' και καθισε.
Ενα απαλο αερακι τον τυλιξε.
Ουτε τον ανεμο δεν μπορουσε πια να νιωσει.
Κι ομως εκλεισε τα ματια μηπως και μπορεσει να αισθανθει την δροσια στο προσωπο του.
Τιποτα.
Καλυτερα ετσι.
Ας μη νιωθει πια..
Η μνήμη όμως είχε άλλα σχέδια γι’
αυτόν. Και την μνήμη δεν μπορεί να την ελέγξει κανείς. Εκείνη έχει τον έλεγχο
και παίζει το δικό της διεστραμμένο παιχνίδι με τους δικούς της παράλογους
όρους.
Διάσπαρτες εικόνες γέμισαν το
μυαλό του. Η πιο έντονη όμως ήτανε μία.
[Ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλωμένοι κάτω από τον
ίσκιο ενός δέντρου.
<<Θα με αγαπάς ακόμη κι αν χαθώ;>> ρωτούσε
εκείνη ψιθυριστά και δάκρυα έτρεχαν στα μάτια της.
<<Θα σε αγαπάω. Ακόμα κι αν χαθείς. Εγώ θα σε
αγαπάω.>> φώναξε εκείνος με όλη τη δύναμη που έκρυβε μέσα του.
Δάκρυα έτρεχαν στα μάτια της. Αυτή τη φορά δάκρυα
χαράς.]
[Ένας άντρας σ’ ένα θάλαμο νοσοκομείου. Το πρόσωπο του
βουλιαγμένο ανάμεσα στα χέρια του. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική, αρρωστημένη. ‘’Μυρίζει
θάνατος’’. Μια νοσοκόμα. Πλησιάζει. Πάντοτε όταν πλησιάζουν μ’ αυτό το αχνό, πάντοτε
ψεύτικο χαμόγελο θα σου πουν αυτό που δεν πρέπει, που με τίποτα δεν πρέπει ν’ ακούσεις.
<<Λυπάμαι. Υπερβολική δόση.>>.
<<Ψεύτρα. Ψεύτρα. Τι είναι αυτά που λες, έχεις τρελαθεί
ή παίζεις μαζί μου; Ψεύτρα. Υπερβολική δόση; Υπερβολική δόση; Και η υπερβολική αγάπη; Είναι δυνατόν μια δόση
απ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο να ξεπερνάει την δόση της αγάπης;>>
Της αγάπης μου για σένα; Πες μου. Πες μου.]
[ Βρέχει. Ένας άντρας και ένας τάφος. Και μια ορχιδέα.
Ένα όνομα ‘’Δάφνη Αδριανού. Ετών 22. ‘’
<<Με είχες ρωτήσει εάν θα σε αγαπάω κι αν χαθείς.
Και σου απάντησα. Μα είπα ψέματα. Είναι κάτι παραπάνω.
Εγώ θα σε αγαπάω και θα σε μισώ για πάντα.>>
Τον επανέφερε το δυνατό μεσημεριανό
φως που έπεσε ενοχλητικά στα μάτια του και διέλυσε ως δια μαγείας τις τρομακτικές
διαδρομές του μυαλού του. Τα μαγούλα του ήταν στεγνά. Παράξενο, γιατί τόση ώρα ένιωθε
να κλαίει μέσα του. Σπαραχτικά, ανεξέλεγκτα. Με παράπονο. Με θυμό. Με μίσος.
Εβαλε το χερι του στην τσεπη.
Ειχε ερθει η ωρα.
Το ηξερε.
Κι ας ειχε υποσχεθει στον εαυτο του ''Ποτέ ξανα''
Ειχε ερθει η ωρα.
Πηρε το μαγικο εργαλειο στα χερια του και το κοιταξε για λιγα λεπτα με εκσταση.
Ναι ειχε ερθει η ωρα.
Ηδονιστηκε και μονο στη σκεψη οτι σε λιγο θα ειναι αδειο το μυαλο του.
Για την ψυχη του δεν τον ενοιαζε.
Ειχε αδειασει απο καιρο.
Με αργες κινησεις, σαν να 'τανε ιεροτελεστια, τρυπηθηκε.
Ετσι απλα.
Τοσο απλα.
Καθως ενιωθε να τον πλημμυριζει η φριχτη, η απαισια γλυκια, η καταραμμενη αυτη γνωριμη αισθηση ψυριρισε:
<<Τελευταια φορα. Υποσχομαι>>
Γελασε ειρωνικα.
Γιατι το ελεγε στα αληθεια.
Κι ητανε πραγματι αληθεια...
Ηταν κι αυτη μια ακομη ''ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ''.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου