1/07/2015

Μου χαρίστηκες απλόχερα.
Σε όλο σου το μεγαλείο μου δόθηκες.
Δεν μπορώ να θυμηθώ την πρώτη φορά που σε ένιωσα στο πετσί μου.
Ίσως υπήρχες μέσα μου από πάντοτε.
Τι σημασία έχει άλλωστε;
Υπάρχεις.
Σε κάθε μου σκέψη.
Σε κάθε απόφαση. Σε κάθε επιλογή.
Σε κάθε μικρή στιγμή.

Με βασανίζεις. Το ξέρεις;
Μου κλέβεις τη γαλήνη.
Μου χρωστάς τη γαλήνη.
Θα μου τη δώσεις;

Είναι στιγμές που χάνεσαι, το νιώθω.
Ίσως θα νόμιζες πως είναι έστω αυτές για μένα λίγες στιγμές γαλήνης.
Πόσο λάθος.
Με απαλλάσσεις για λίγο από το βασανιστήριο.
Μάθε πως αυτό είναι χειρότερο.

Γιατί η μόνη βεβαιότητα που μου χάρισες ποτέ σου είναι ότι πάντα θα επιστρέφεις.

Με πονάς, το ξέρεις;
Είναι τυραννία να πιστεύεις και να μην πιστεύεις ταυτόχρονα.
Να μην ξέρεις ακόμα κι όταν είσαι σίγουρος πως ξέρεις.
Να νιώθεις πως η απάντηση που έχεις είναι η σωστή κι αμέσως εσύ να την βγάζεις λάθος -ή ίσως σωστή-.
Κι είναι στιγμές που νιώθω πως σε κέρδισα.
Νιώθω πως ξέρω. Πως δεν θα έχεις τίποτα να μου αντιτάξεις σε αυτό που έχτισα.
Μα ένα σου ''μήπως'', ένα σου ''και αν; '' αρκεί.
Για να κάνει ό,τι έχτισα σκόνη. 
  
Είσαι μάγισσα.
Μετατρέπεις τις πεποιθήσεις μου σε θεωρήματα.
Τις αξίες μου τις πετάς σ’ έναν ατέλειωτο κύκλο αναθεώρησης.
Τις απόλυτες αλήθειες μου τις φωνάζεις ολότελα ψέμματα ή ψέμματα μισά ή μισές αλήθειες.
Σε ακούω όταν φωνάζεις. Δεν μπορώ ν’ αδιαφορήσω. 
Δεν μπορώ να σε απωθήσω.
Το έχω προσπαθήσει. Δεν μπορώ.
Πως γίνεται να απωθήσει κανείς ένα κομμάτι του εαυτού του;

Κουράστηκα.

Έχω σταματήσει να ψάχνω το νόημα μαζί σου, καταλαβαίνεις.
Δεν υπάρχει πια τίποτα που να θεωρεί αληθινό το μυαλό μου.
Μου έκλεψες τη σιγουριά. Τη βεβαιότητα.
Το μυαλό μου το έχεις τόσο κουράσει.
Μου μολύνεις τη σκέψη.
Μου παραμορφώνεις ακόμα και το συναίσθημα.

Κι όμως. Υπάρχει ένα πράγμα για το οποίο δεν αμφιβάλλω.
Ακόμα κι αν μπορούσα να σε διώξω για πάντα από μέσα μου, δεν θα το έκανα.


Όχι, δεν θα το έκανα.

7/30/2013

Η τελευταία φορά.

Τον ξυπνησε μια γυναικεια φωνη...
Ανοιξε τα ματια του και τα ετριψε.
Κοιταξε γυρω του μισοκοιμισμενος ακομη.
Καταλαβε.
Ειχε αποκοιμηθει στο παγκακι..
κι αποψε...

 Εστρεψε το βλεμμα του πανω στην κοπελα που του ειχε μιλησει.
Δεν ειχε ακουσει καν τι του ειπε.
Την κοιταξε.
Ηταν ομορφη,μικρουλα γυρω στα δεκαπεντε, με σκουρα μαλλια  και μαυριδερο δερμα.
Την περιεργαστηκε για λιγο.
Φορουσε ενα κοντο κουρελιασμενο φορεμα και χαλασμενα πεδιλα.Τα λεπτοκαμωμενα ποδια της ειχανε γρατζουνιες.Ειχε ακομα μια μικρη μελανια στο δεξι της χερι.

Εκεινη τον κοιτουσε επιμονα και φαινοταν εκνευρισμενη.
Υστερα του μιλησε:
<<Θα μου δωσεις τσιγαρο, εχεις??τι θα γινει?>>

Εχωσε μηχανικα το χερι του στην ξεσκισμενη τσεπη του κι εβγαλε να της δωσει τσιγαρο.Ηταν το προτελευταιο του.Δεν παει στο διαολο, της το δωσε.

Το πηρε.
Δεν ειπε ''ευχαριστω''.
Οχι πως ηθελε να τ' ακουσει.
Απο καιρο ειχε ξεχασει τετοιες λεξεις.
Καλυτερα ετσι.

Εκεινη συνεχισε να τον κοιταζει με μια αηδια στο βλεμμα και του πεταξε αυθαδικα:
<<Αναπτηρα.>>

Πηρε απο το χωμα τον μοναδικο του αναπτηρα και τον εδωσε.
Το κοριτσι τον πηρε , αναψε το τσιγαρο με τροπο που θα το αναβε μια ωριμη γυναικα κι οχι ενα παιδακι,πηρε μια γερη τζουρα, του γυρισε την πλατη κι εφυγε.
Δεν του εδωσε τον αναπτηρα πισω.

Κοιταξε για λιγο την κοπελα να φευγει κι υστερα ανακαθησε.
Σηκωθηκε, φορεσε την μισοσκισμενη μπλουζα του και αρχισε να περπατα.
Ηθελε να ξεμουδιασει.

Ο δρομος ηταν γεματος κοσμο.
Λογικο, Σαββατο σημερα, βγηκαν για τα βδομαδιατικα ψωνια τους, για τον πρωινο τους καφε ή εστω για ενα απλο περιπατο στο κεντρο.
''Ετσι κανουν οι ανθρωποι'' σκεφτηκε.
Oι ανθρωποι...
Οχι αυτος.
Καλυτερα ετσι.
Η απαθεια του ταιριαζει καλυτερα.

Κατεβαινε την Ερμου με αργο βημα.
Ενιωθε κουρασμενος, πολυ κουρασμενος.
Λες κι ειχε χασει τον υπνο του για καιρο.
Ομως κατι τετοιο δεν συνεβαινε.
Μαλλον θα εφταιγε που δεν ειχε βαλει τιποτα στομα του τις τελευταιες δυο μερες.
Και ηταν λαθος αραγε?
Οτι λεφτα υπηρχαν πανω του, απο τα πρωινα ζητιανεματα τα χρησιμοποιουσε αλλιως.

Υπηρχε ''Αυτο''.

Ναι ''Αυτο''.
Το ειχε αναγκη, το αποζητουσε λυσσασμενα ο οργανισμος του..
Τελικα αποφασισε πως δεν εκανε λαθος.
Το χρειαζοταν περισσοτερο απο  το φαγητο και το νερο.
Καλυτερα ετσι.

Ο δρομος εσφυζε απο ζωη.
Παλιοτερα τον ενοχλουσε αυτη η ζωντανια στο κεντρο της Αθηνας, στους δρομους, στις πλατιες, που ειχανε γινει  πλεον γι' αυτον το σπιτι του.
Καθε μερα αναρωτιοταν ''με τι δικαιωμα βολοδερνουν ολοι αυτοι στο σπιτι μου? Καταπατηση οικογενειακου ασυλου! Και δεν εχω και χρηματα για ενα καλο δικηγορο'' σκεφτοταν, χλευαζοντας την καταντια του...

Σημερα ομως δεν τον ενοιαζε αυτη η ανεξαντλητη ζωντανια των ανθρωπων, οι χαρουμενες κουβεντες τους, τα μπλεγμενα χερια των ζευγαριων, τα αληθινα χαμογελα στα προσωπα τους.

Οχι δεν τον ενοιαζε.
Η απαθεια ειναι υπουλο πραγμα, το ηξερε απ' την αρχη.
Σαν διαποτισει την υπαρξη σου αρχιζεις και ξεχνας.
Κι ειναι επικινδυνο να ξεχνας.
Κι οσο ξεχνας, σταματας και να νιωθεις.
Κι εκεινος ειχε καιρο να νιωσει τ' οτιδηποτε.
Χαρα και πονο,οργη και γαληνη, αγαπη και μισος...

Ειχε μοναχα αυτο το λυτρωτικο κενο που δεν αφηνε χωρο για αχρηστα συναισθηματα.
Καλυτερα ετσι.
Κενος μπορουσε να επιβιωνει πιο ευκολα...

Τα ποδια του τα αισθανοταν αδυναμα.
Κι η ζεστη ηταν ανυποφορη.
Επρεπε να βρει ενα μερος με λιγη σκια να σταθει.

Ξαφνικα του συνεβη κατι που ειχε καιρο να να γινει.
Ειδε τον εαυτο του.
Σ' ενα καθρεφτη στον τοιχο ενος μαγαζιου.
Περιεργαστηκε την οψη του.

Ηταν φανερα αδυνατισμενος, σε βαθμο αρρωστημενο.
Το προσωπο του ειχε βουλιαξει απο την αδυναμια.
Τα ματια του κοκκινισμενα και θαμπα.
Το ολο του παρουσιαστικο, με τα τσαλακωμενα, κουρελιασμενα ρουχα,την ισχνη του εμφανιση και το αχρωμο βλεμμα του εδιναν την εντυπωση ενος ανθρωπου κατεστραμμενου απο καιρο...
Ενος ανθρωπου πεινασμενου, εγκαταλαλελειμενου απ' ολους κι απ΄ολα..
Ενος ανθρωπου ξεγραμμενου απο τη ζωη.

Ενος ανθρωπου που οδευει αργα και βασανιστικα προς το θανατο.

Τα ματια του ειχαν προσηλωθει στο ειδωλο του.
Τον συνεπηρε η καταντια, η αποσυνθεση του...
Ποτε του δεν καταλαβε γιατι υπαρχουν καθρεφτες.
Για να θυμιζουν την ασχημια?
Ποτε δεν καταλαβε.

Περπατησε για λιγη ωρα ακομη και εφτασε στον Εθνικο κηπο.
Παντοτε του αρεσε να κανει βολτα εκει σαν ηταν πιο μικρος..
Τον ηρεμουσε κι ετσι ξεχνιοτανε απ οσα τον βασανιζανε.

Βρηκε το ''δεντρο του'' και καθισε.
Ενα απαλο αερακι τον τυλιξε.
Ουτε τον ανεμο δεν μπορουσε πια να νιωσει.
Κι ομως εκλεισε τα ματια μηπως και μπορεσει να αισθανθει την δροσια  στο προσωπο του.
Τιποτα.
Καλυτερα ετσι.
Ας μη νιωθει πια..  

   Η μνήμη όμως είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Και την μνήμη δεν μπορεί να την ελέγξει κανείς. Εκείνη έχει τον έλεγχο και παίζει το δικό της διεστραμμένο παιχνίδι με τους δικούς της παράλογους όρους.
   Διάσπαρτες εικόνες γέμισαν το μυαλό του.  Η πιο έντονη όμως ήτανε μία.
[Ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλωμένοι κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου.
<<Θα με αγαπάς ακόμη κι αν χαθώ;>> ρωτούσε εκείνη ψιθυριστά και δάκρυα έτρεχαν στα μάτια της.
<<Θα σε αγαπάω. Ακόμα κι αν χαθείς. Εγώ θα σε αγαπάω.>> φώναξε εκείνος με όλη τη δύναμη που έκρυβε μέσα του.
Δάκρυα έτρεχαν στα μάτια της. Αυτή τη φορά δάκρυα χαράς.]
[Ένας άντρας σ’ ένα θάλαμο νοσοκομείου. Το πρόσωπο του βουλιαγμένο ανάμεσα στα χέρια του. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική, αρρωστημένη. ‘’Μυρίζει θάνατος’’. Μια νοσοκόμα. Πλησιάζει. Πάντοτε όταν πλησιάζουν μ’ αυτό το αχνό, πάντοτε ψεύτικο χαμόγελο θα σου πουν αυτό που δεν πρέπει, που με τίποτα δεν πρέπει ν’ ακούσεις. <<Λυπάμαι. Υπερβολική δόση.>>.
<<Ψεύτρα. Ψεύτρα. Τι είναι αυτά που λες, έχεις τρελαθεί ή παίζεις μαζί μου; Ψεύτρα. Υπερβολική δόση; Υπερβολική δόση;  Και η υπερβολική αγάπη; Είναι δυνατόν μια δόση απ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο να ξεπερνάει την δόση της αγάπης;>>
Της αγάπης μου για σένα; Πες μου. Πες μου.]
[ Βρέχει. Ένας άντρας και ένας τάφος. Και μια ορχιδέα.
Ένα όνομα ‘’Δάφνη Αδριανού. Ετών 22. ‘’
<<Με είχες ρωτήσει εάν θα σε αγαπάω κι αν χαθείς.
Και σου απάντησα. Μα είπα ψέματα. Είναι κάτι παραπάνω.
Εγώ θα σε αγαπάω και θα σε μισώ για πάντα.>>

   Τον επανέφερε το δυνατό μεσημεριανό φως που έπεσε ενοχλητικά στα μάτια του και διέλυσε ως δια μαγείας τις τρομακτικές διαδρομές του μυαλού του. Τα μαγούλα του ήταν στεγνά. Παράξενο, γιατί τόση ώρα ένιωθε να κλαίει μέσα του. Σπαραχτικά, ανεξέλεγκτα. Με παράπονο. Με θυμό. Με μίσος.

Εβαλε το χερι του στην τσεπη.
Ειχε ερθει η ωρα.
Το ηξερε.
Κι ας ειχε υποσχεθει στον εαυτο του ''Ποτέ ξανα''
Ειχε ερθει η ωρα.

Πηρε το μαγικο εργαλειο στα χερια του και το κοιταξε για λιγα λεπτα με εκσταση.
Ναι ειχε ερθει η ωρα.
Ηδονιστηκε και μονο στη σκεψη οτι σε λιγο θα ειναι αδειο το μυαλο του.
Για την ψυχη του δεν τον ενοιαζε.
Ειχε αδειασει απο καιρο.

Με αργες κινησεις, σαν να 'τανε ιεροτελεστια, τρυπηθηκε.
Ετσι απλα.
Τοσο απλα.

Καθως ενιωθε να τον πλημμυριζει η φριχτη, η απαισια γλυκια, η καταραμμενη αυτη γνωριμη αισθηση ψυριρισε:

<<Τελευταια φορα. Υποσχομαι>>

Γελασε ειρωνικα.

Γιατι το ελεγε στα αληθεια.


Κι ητανε πραγματι αληθεια...


Ηταν κι αυτη μια ακομη ''ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ''.








7/19/2013

Κοιταζεις τον κοσμο σου.
το φως...
αχ ποσο θελεις να κρατησεις το ''φως''
τη στιγμη να τηνε φυλακισεις
εστω για μια φορα...

Μα η ζωη σε προσπερνα...
Δεν φταις εσυ.
Ειναι ο χρονος.
Παντα ο χρονος.
Σε προλαβαινει
Σ' αφηνει πισω...

Και καπως ετσι περασανε τα χρονια...
με σενα να κοιταζεις 
κεινη την ''ζωη'' που στεκει παντα απεναντι
στην αλλη οχθη
κεινη τη ζωη που δεν  εζησες...

Και καπως ετσι γερνας
καθως μετρας
ποσος καιρος σου μενει...
Και ειναι τοσο λιγος, ξερω...
Κι εσυ γερνας
μεσα σε ενα ''γιατι?''
για όσα δεν εκανες
και ειναι αργα...

Μην κλαις.
Οσος χρονος κι αν σου χαριζοτανε,
τα ιδια θα κανες...
τα ιδια λαθη
τις ιδιες ωρες τις χαμενες...
Παντα τα ιδια.
Μην κλαις.
Ακομα κι αν σου διναν την αθανασια
παλι ετσι θα εμενες...
Μ' ενα αιωνιο ''γιατι?''

Κοιταζεις τον κοσμο σου.
Νυχτωσε νωρις αποψε...
κι ο υπνος σε πλησιαζει απειλητικα...

Ειναι καιρος να κλεισεις τα ματια σου...
για παντα.

Καληνυχτα.





6/18/2013














Ο χρόνος με διαλύει.
Μ' αιχμαλωτίζει στο παράλογο.
Και κάπως έτσι χάθηκα
να ψάχνω την αρχή και το τέλος.
Nα ψάχνω το νόημα...
Πες μου. Υπάρχει ;

Ο χρόνος με φυλακίζει.
Σ' ένα ατέρμονο κυνήγι...

Φαύλος κύκλος.

Κι έχω ξεχάσει
πως βρέθηκα εδώ.

Ο χρόνος μου τάζει..
το Αύριο...
Μου λέει ψέμματα
σαν με καθησυχάζει
''μη βιάζεσαι, έχεις το αύριο''
''μη ζεις, έχεις χρόνια να ζήσεις''..

Ο χρόνος με τρομάζει.
Με τρομάζει
το απέραντο του
που αδίστακτα φωνάζει
''είσαι ένα τίποτα.''
Με τρομάζει 
το λίγο του 
που όλο μίσος ψιθυρίζει
''Δεν σου μένει καιρός...''

Αν κάτι θέλω να σκοτώσω
είναι ο χρόνος.
Να τον διαλύσω.
όπως με διέλυσε...
Να τον προσπεράσω.
όπως αδιάκοπα με προσπερνά...
Να του πάρω την ψυχή.
όπως  πήρε τη δική μου...

Θέλω να σκοτώσω το χρόνο.
Μα πως ;
Πες μου.
Πες μου πώς γίνεται...


Αλήθεια μπόρεσε ποτέ κανείς
να σκοτώσει 
κάτι που δεν υπάρχει ;.........

2/02/2013

Είναι ακόμα πρωί..

Αν θες να γελάσεις είναι απλο..
Κοίταξε γύρω σου..
Κι αν σου φανούν όλα ίδια όπως και χτες και πάντα, κι αν σου φανούν όλα το ίδιο συνηθισμένα και γνώριμα...Κοίταξε καλύτερα..

Δες όσα είναι ίσως η τελευταία φορά που βλέπεις..
Όσα εχεις και ξεχνας..
Όσα αγαπάς και δεν το ξέρεις ακόμα..
και ίσως να μην προλάβεις να μάθεις..

Και μάθε..όσα περισσότερα μπορείς..για τους ανθρώπους, για τη ζωή..
για σένα...
Μάθε τον τρόπο να κάνεις τους άλλους ευτυχισμένους..
Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσεις να βρεις το νόημα..
Δεν ξέρω αν υπάρχει αλλά είναι ακόμα πρωί κι εχεις μια ολόκληρη μέρα δική σου να τη φτιάξεις όπως τη θέλεις..

Να κάνεις όσα δεν τόλμησες χτες..και όσα δεν θα προλάβεις αύριο..
Να κάνεις κάτι διαφορετικό και κάτι καινούριο..
Να κάνεις αυτό που φοβάσαι..
Να πας σε μέρη που δεν έχεις φανταστεί..
και σε μέρη που ξέρεις και αγαπάς..
Να ονειρευτείς..
Να αγαπήσεις..
Να ζήσεις..

Σταμάτα να κλαις για όσα πέρασαν..
για όσα είχες κι έχασες..
Γιατί χάνεις πολλά περισσότερα...
Περνούν οι μέρες μπροστά σου κι εσύ απλώς παρατηρητής..
και χάνονται..


Άκου το αγαπημένο σου τραγούδι.
Μπορείς να το ακούσεις όσες φορές θες..
όσες θέλεις μπορείς..
Κι άλλα τόσα μπορείς να κάνεις..

Άνοιξε τα παράθυρα να σε αγγιξει το φως..
Βγες επιτέλους από το σπιτι που έγινε η φυλακή σου..
Ο μόνος τρόπος να είσαι χαρούμενος είναι να το θες..
Αλλιώς πάντα κάτι θα λείπει..κι έτσι θα είσαι..
κι έτσι η ζωή θα περνά..αδιάφορα..

Σκέψου πόσα έχεις και όχι όσα δεν έχεις, όσα είχες κι όσα θα ήθελες να έχεις..
Κράτα το χέρι μου σφιχτά.
Κοίταξέ με.

Τίποτα δεν χάθηκε..

Είναι ακόμα πρωί σου λέω..

Κι έχω ακόμα μια ολόκληρη μέρα δική μου να σου φτιάξω τη μερα...



6/12/2012

ΖΩΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ




Ποσες φορες θελουμε να κανουμε μια νεα αρχη στη ζωη μας?

Και ποσες φορες μπορουμε οντως να δουμε ξανα τη ζωη μας από την αρχη , να διαγραψουμε κάθε παρελθον, να το πεταξουμε από πανω μας σαν ποτε να μη συνεβη?

Και ποσες φορες αποτυγχανουμε κολλημενοι στο ‘’τοτε’’ μας??


Ζωη από την αρχη..


Τι είναι νεα αρχη για τον καθενα μας??

Για μενα είναι να βλεπω τα παντα με άλλη ματια..με πιο καθαρη.. να ξεχναω τις ανασφαλειες μου, τους φοβους μου, τα ‘’πρεπει’’, τα ‘’μη’’ της κοινωνιας και τα δικα μου που τοσο με βαραινουν.

Κι αναρωτιεμαι πως μπορουμε να ξεχασουμε για παντα οσα μας βασανιζουν σ αυτή τη νεα αρχη μας??

Αναρωτιεμαι..Πώς να τα διαγραψουμε ώστε να μην είναι πια βαρος ασηκωτο στους ωμους μας?


Καποιος μου ειχε πει καποτε ότι πρεπει να γραφουμε ένα νοητο Χ στον τοιχο μας κάθε φορα που θελουμε ν αλλαξουμε τη ζωη μας και να κανουμε μια νεα αρχη..

Μα είναι ευκολο ο καθενας από μας να γραψει αυτό το Χ και να τα σβησει ετσι όλα μαγικα?


Ακομα αναρωτιεμαι….



Ζωη από την αρχη λοιπον.

Ολοι μας μπορουμε..



Φτανει απλα να το πιστεψεις, να το πεις :


<<μπορω να βλεπω την κάθε μερα σαν να είναι μια καινουρια αρχη,


ΜΠΟΡΩ .     >>

3/08/2012

Kι εγώ Εσένα..

Με κοιτάζεις.

ετσι απλά..
τόσο απλα.
Με κοιτάζεις..

Χωρις κατι αλλο απο μενα  να θελεις..
χωρις δευτερες σκεψεις
και δολο και ψεμμα

χωρις ''πίσω'' σκεψεις..
χωρις τιποτα απο μένα να θελεις.

Ναι. Απλα με κοιτάζεις

τιποτα απο μενα δεν ζητας
τιποτα για μενα δεν ξερεις
τιποτα σε μενα δεν ακουμπας

τιποτα.

Με ακους.
πώς τραγουδαω..
μαγεμενη απο την εικονα μου
που χαριζω διχως οικτο
στους ανθρωπους

στους ανθρωπους ολου του κοσμου
με χαριζω
ετσι απλοχερα
με δινω
σαν ακριβο αρωμα σε τιμη ευκαιριας..

Με ακους
πώς βγαζω το μεσα μου 
στο τραγουδι που λεω σιγανα..

σιγανη η φωνη μου..
σαν να φοβαμαι

να ειμαι ελευθερη
ν αφησω τους λυγμους μου
το τρεμουλο
το φοβο, το θυμο μου
τη ζηλεια, τη θλιψη

τον ερωτα..
το μεσα μου μισος..

την αγαπη....

Ναι, την Αγαπη..
που τοσο φοβαμαι
που τρεμω στην παρουσια της
φυλακισμενη στον φοβο της απουσιας της..

που παντοτε ερχεται..
που παντοτε τοσο φοβαμαι..
παντοτε..

δεν την αντεχω την αγαπη
τη διωχνω πριν την κατακτησω
πριν κατακτηθω
πριν της δοθω

τη διωχνω

μη και πονεσω μολις μονη της φυγει....


Στεκομαι εδω

και τραγουδαω
στιχους αγαπημενους

''οτι κι γινει ενα να λες
πως μ' αγαπας χιλιες φορες..''

τραγουδαω
παντα κολλαω σ αυτο το στιχο
αχ ποσο δισταζω
να πω τον επομενο
και να τον νιωσω
εστω για μια φορα
να τον νιωσω
χωρις ενδοιασμο τις λεξεις να προφερω

για μια φορα..
να τον νιωσω με την ψυχη μου..

εστω μια φορα..

Στεκομαι ακομα εδω
πισω απο την ψευτικη αυρα μου
τη φτιαχτη χαρα μου
την τελεια εικονα
που τοσο επιδεξια χτιζω

σαν αλλη Αριανδη υφαινω..

Στεκομαι εδω
ακομα..
δεν τραγουδαω πια..
κολλησα σ εκεινο το δυσκολο στιχο

που δεν ειπα αληθινα ποτε μου..

Στεκομαι ακομα εδω

Με κοιταζεις
Με ακους..
Δεν μ αγγιζεις..

Με κοιταζεις
λες και φοβασαι μην εξαφανιστω
λες κι ειμαι κουκλα ψευτικη

λες κι ειμαι Θεά...

Με κοιταζεις

χωρις να θελεις τιποτα
απο εμενα

εκτος απο Εμενα

Με κοιταζεις
Δεν σε βλεπω
μεσα στο αρρωστο μου παραληρημα
μεσα στους καπνους
και πισω απο την αθλια ΄΄βιτρινα μου΄΄

μα εσυ ακομα με κοιταζεις
και τι παραξενο
Με βλεπεις
πισω απο τη γυαλινη βιτρινα μου

Εμενα βλεπεις

Με ακους
Δεν σε βλεπω
Δεν σε ξερω

Με κοιταζεις..
Μ' ακους

Με ξερεις.

Ναι με ξερεις.

Με κοιταζεις
και ετσι απλα με θελεις.
ετσι απλα.

Δεν σε ξερω
Μα με βλεπεις..

Με βλεπεις σαν Θέα
σαν να ειμαι το καλυτερο κοριτσι
στον κοσμο.

στον  κοσμο σου..

ας δεν σε ξερω..
ας δεν σε ξερω..
ακομα.

σαν να ειμαι η ομορφοτερη
ας μην ειμαι
για σενα ειμαι...

τωρα το ξερω...

Τωρα σε ξερω...

τωρα ξερω.

ειμαι για σενα η ομορφοτερη
ειμαι για σενα το καλυτερο κοριτσι
του Κοσμου

Τωρα ξερω..

τωρα θελω..

τωρα μπορω να πω
τον επικινδυνο στιχο μου
που παντα αφηνα ατελειωτο..
που παντα αφηνα μισο..

"οτι κι αν γινει ενα να λες..
πως μ' αγαπας χιλιες φορες..



Κι εγω Εσενα.................''